- καταπυκάζω
- καταπῠκάζω,A cover over, Hsch. s.v. κατερρινωμένον ([voice] Pass.): metaph.,
μύθοις τὴν ἱστορίαν Eust.1379.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύθοις τὴν ἱστορίαν Eust.1379.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπυκάζω — (AM) 1. κατακαλύπτω, κλείνω μέσα μου, κρύβω μέσα μου 2. κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκάζω «καλύπτω»] … Dictionary of Greek
καταπυκάζοντα — καταπυκάζω cover over pres part act neut nom/voc/acc pl καταπυκάζω cover over pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζουσι — καταπυκάζω cover over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπυκάζω cover over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζειν — καταπυκάζω cover over pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζονται — καταπυκάζω cover over pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζοντες — καταπυκάζω cover over pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζουσαι — καταπυκάζω cover over pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάζων — καταπυκάζω cover over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυκάσαι — καταπυκά̱σᾱͅ , καταπυκάζω cover over fut part act fem dat sg (doric) καταπυκάζω cover over aor inf act καταπυκάσαῑ , καταπυκάζω cover over aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπυκασμένως — (Α) με πανούργο, με δόλιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεπυκασμένος (μτχ. παθ. παρακμ. τού καταπυκάζω «κρύβω μέσα μου»)] … Dictionary of Greek